περιβολαῖς

περιβολαῖς
περιβολή
covering
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περικρατώ — έω, ΜΑ [κρατώ] είμαι κύριος κάποιου, ασκώ απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή σε κάτι, εξουσιάζω, κυριαρχώ αρχ. 1. κρατώ κάτι σταθερά («καὶ ἢν περικρατέῃ τῇ χειρὶ τὸ βέλος», Ιπποκρ.) 2. νικώ, κατισχύω 3. επικρατώ («ἐξ ἧς δὴ τῶν παθῶν ὁ λογισμὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”